5 min

Ελεονώρ‪α‬ 5 ιστορίες αίματος

    • Arts

Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου.

Αυτό που θα σας πω είναι μια ιστορία όμοια με όλες τις άλλες. Με μια μόνη διαφορά. Ο ουρανός εκείνο το βράδυ ήταν πιο βουρκωμένος από ποτέ. Δάκρυζε αίμα και οι βροντές του ήταν βροντές μιας απεγνωσμένης συγχώρεσης που δεν θα έρθει ποτέ. Ψυχές σαν τη δική μου είναι καταραμένες.

Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που ήρθε στον κόσμο και τη φέραμε στο σπίτι. Περνούσα τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα έξω από το δωμάτιό της. Στεκόμουν λίγα λεπτά μπροστά στην πόρτα της ψάχνοντας το κουράγιο να την ανοίξω και να μπω. Μόνο μια φορά το έκανα. Ήταν και η τελευταία. Ήξερα από την πρώτη στιγμή την κατάληξη. Από την ώρα που ο γιατρός μας περιέγραψε το μέλλον της, καρφώθηκε μια ιδέα μέσα μου. Είμαι σίγουρος πως και η μάνα της σκεφτόταν το ίδιο αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει κουβέντα. Την έβλεπα πως ήταν κάθε φορά που έβγαινε απ’ το δωμάτιό της. Τα μάτια της πρησμένα απ’ το κλάμα και το κεφάλι σκυφτό.

Οι καθρέπτες του σπιτιού είχαν ραγίσει μην αντέχοντας να με αντικρίζουν. Αν είχαν στόμα θα έφτυναν τα σπασμένα τους γυαλιά στο λαρύγγι μου και θα τέλειωναν όλα.

Πως παίρνεις μια τέτοια απόφαση; Πως τερματίζεις πρόωρα μια ζωή; Αν αυτό λέγεται ζωή. Ελπίζω να μην υπάρχει θεός που θα με κρίνει για αυτό που πρόκειται να κάνω.

Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Η μάνα της μετά το τελευταίο τάισμα της μέρας, πήγε να ξαπλώσει και να μουσκέψει το μαξιλάρι της μέχρι να αποκοιμηθεί. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι. Τα φώτα σβηστά. Στα πόδια μου είχα ξαπλώσει την καραμπίνα του πατέρα μου. Ήταν γεμισμένη με ένα φυσίγγιο.

20:10

Ανέβηκα τα δεκατέσσερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Σε κάθε βήμα προσπαθούσα να βρω έναν αντίλογο. Μια σκέψη που θα με έκανε να αλλάξω γνώμη..

Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου της και γύρισα το χερούλι. Η μυρωδιά της μπογιάς υπήρχε ακόμα στην ατμόσφαιρα. Το είχα βάψει για τον ερχομό της. Ο χώρος ήταν γεμάτος παιχνίδια και ρουχαλάκια που περίμεναν να πάρουν ζωή από ένα πλάσμα που δεν θα τους την έδινε ποτέ. Δε θα λέρωνε τα γόνατά του στο γρασίδι, δε θα καλούσε φίλους σπίτι, δε θα πήγαινε σχολείο, δε θα έβγαινε πρώτο ραντεβού, δε θα έκανε ποτέ οικογένεια. Δε θα γινόταν ποτέ αυτό που θέλει αυτή η γαμημένη κοι

Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου.

Αυτό που θα σας πω είναι μια ιστορία όμοια με όλες τις άλλες. Με μια μόνη διαφορά. Ο ουρανός εκείνο το βράδυ ήταν πιο βουρκωμένος από ποτέ. Δάκρυζε αίμα και οι βροντές του ήταν βροντές μιας απεγνωσμένης συγχώρεσης που δεν θα έρθει ποτέ. Ψυχές σαν τη δική μου είναι καταραμένες.

Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που ήρθε στον κόσμο και τη φέραμε στο σπίτι. Περνούσα τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα έξω από το δωμάτιό της. Στεκόμουν λίγα λεπτά μπροστά στην πόρτα της ψάχνοντας το κουράγιο να την ανοίξω και να μπω. Μόνο μια φορά το έκανα. Ήταν και η τελευταία. Ήξερα από την πρώτη στιγμή την κατάληξη. Από την ώρα που ο γιατρός μας περιέγραψε το μέλλον της, καρφώθηκε μια ιδέα μέσα μου. Είμαι σίγουρος πως και η μάνα της σκεφτόταν το ίδιο αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει κουβέντα. Την έβλεπα πως ήταν κάθε φορά που έβγαινε απ’ το δωμάτιό της. Τα μάτια της πρησμένα απ’ το κλάμα και το κεφάλι σκυφτό.

Οι καθρέπτες του σπιτιού είχαν ραγίσει μην αντέχοντας να με αντικρίζουν. Αν είχαν στόμα θα έφτυναν τα σπασμένα τους γυαλιά στο λαρύγγι μου και θα τέλειωναν όλα.

Πως παίρνεις μια τέτοια απόφαση; Πως τερματίζεις πρόωρα μια ζωή; Αν αυτό λέγεται ζωή. Ελπίζω να μην υπάρχει θεός που θα με κρίνει για αυτό που πρόκειται να κάνω.

Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Η μάνα της μετά το τελευταίο τάισμα της μέρας, πήγε να ξαπλώσει και να μουσκέψει το μαξιλάρι της μέχρι να αποκοιμηθεί. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι. Τα φώτα σβηστά. Στα πόδια μου είχα ξαπλώσει την καραμπίνα του πατέρα μου. Ήταν γεμισμένη με ένα φυσίγγιο.

20:10

Ανέβηκα τα δεκατέσσερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Σε κάθε βήμα προσπαθούσα να βρω έναν αντίλογο. Μια σκέψη που θα με έκανε να αλλάξω γνώμη..

Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου της και γύρισα το χερούλι. Η μυρωδιά της μπογιάς υπήρχε ακόμα στην ατμόσφαιρα. Το είχα βάψει για τον ερχομό της. Ο χώρος ήταν γεμάτος παιχνίδια και ρουχαλάκια που περίμεναν να πάρουν ζωή από ένα πλάσμα που δεν θα τους την έδινε ποτέ. Δε θα λέρωνε τα γόνατά του στο γρασίδι, δε θα καλούσε φίλους σπίτι, δε θα πήγαινε σχολείο, δε θα έβγαινε πρώτο ραντεβού, δε θα έκανε ποτέ οικογένεια. Δε θα γινόταν ποτέ αυτό που θέλει αυτή η γαμημένη κοι

5 min

Top Podcasts In Arts

Dish
S:E Creative Studio
Table Manners with Jessie and Lennie Ware
Jessie Ware
The Archers Omnibus
BBC Radio 4
Minnie Questions with Minnie Driver
iHeartPodcasts
99% Invisible
Roman Mars
Comfort Eating with Grace Dent
The Guardian