4 min

Καμέλι‪α‬ 5 ιστορίες αίματος

    • Arts

Πόση απάτη κρύβεται σε ένα πρώτο φιλί και πόση αλήθεια σε ένα τελευταίο.

Έκοβα τις φλέβες μου και χυνόταν ντροπή. Ίδρωνα και έσταζα ταπείνωση. Κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι μου, ένιωθα τα βλέμματα των γειτόνων να καρφώνουν λέξεις στην πλάτη μου. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ για αυτό. Προτιμούσαν να ψιθυρίζουν πίσω απ’ τη σκιά των δακτύλων τους. Όταν πηδιόταν όσο έλειπα απ’ το σπίτι, έστηναν όλοι τους αυτί για να έχουν περισσότερη τροφή με τον απογευματινό καφέ.

Η βρώμα είχε φυτευτεί μέσα μου και φύτρωνε μια ξεφτίλα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Σκέψη με τη σκέψη. Ένιωθα ταπεινωμένος ακόμα και απ’ τον διάβολο που κοιτούσα στον καθρέπτη μου.

Το έπαιξα άρρωστος εκείνη τη μέρα και έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά. Γύρισα σπίτι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο και άρχισα να βγάζω τα περιττά έπιπλα στο μπαλκόνι. Δεν ήταν και πολλά. Ένα μικρό γραφείο και μια γδαρμένη πολυθρόνα. Μετακίνησα το σιδερένιο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Τράβηξα τα σεντόνια και το άφησα γυμνό, μόνο με το στρώμα. Ξάπλωσα στο πάτωμα και την περίμενα. Αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα από τον χτύπο της πόρτας που έκλεισε πίσω της. Τινάχτηκα απ’ το πάτωμα και πήγα στο σαλόνι να την υποδεχτώ. Μόλις με είδε άρχισε να μιλάει. Ψέμα πάνω στο ψέμα. Σε κάθε της κουβέντα μύριζα τη μπόχα της προδοσίας στην ανάσα της. Έσκυψα και τη φίλησα. Στη γλώσσα της ένιωσα ένα σάλιο άγνωστο. Η στιγμή που το νόμισμα ξαπλώνει στο έδαφος από τη μεριά που δεν διάλεξα, είχε φτάσει. Με το ένα μου χέρι την έπιασα απ’ το λαιμό και τη χάιδεψα. Με το άλλο της έπιασα το μέτωπο. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, την έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη στον τοίχο. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και μια φορά ακόμα. Οι δονήσεις των χτυπημάτων περνούσαν από το δέρμα της στο δικό μου. Το βάρος της έφυγε απ’ το σώμα της και έπεσε στα χέρια μου. Την κράτησα για λίγα δευτερόλεπτα πριν τη μεταφέρω στο κρεβάτι. Ήθελα να χαζέψω το αίμα της στον τοίχο.

Στο μικρό μπαλκονάκι πάνω από το τζάκι του υπνοδωματίου ήταν δυο φωτογραφίες μας. Τώρα συνειδητοποίησα πως ούτε σε μια κορνίζα δεν καταφέραμε να είμαστε πραγματικά μαζί. Το άναψα. Η φωτιά φούντωσε και η ζεστασιά απλώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο.

Ζούσε ακόμα όταν την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Της έβγαλα τα ρούχα και την άφησα γυμνή, γερμένη

Πόση απάτη κρύβεται σε ένα πρώτο φιλί και πόση αλήθεια σε ένα τελευταίο.

Έκοβα τις φλέβες μου και χυνόταν ντροπή. Ίδρωνα και έσταζα ταπείνωση. Κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι μου, ένιωθα τα βλέμματα των γειτόνων να καρφώνουν λέξεις στην πλάτη μου. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ για αυτό. Προτιμούσαν να ψιθυρίζουν πίσω απ’ τη σκιά των δακτύλων τους. Όταν πηδιόταν όσο έλειπα απ’ το σπίτι, έστηναν όλοι τους αυτί για να έχουν περισσότερη τροφή με τον απογευματινό καφέ.

Η βρώμα είχε φυτευτεί μέσα μου και φύτρωνε μια ξεφτίλα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Σκέψη με τη σκέψη. Ένιωθα ταπεινωμένος ακόμα και απ’ τον διάβολο που κοιτούσα στον καθρέπτη μου.

Το έπαιξα άρρωστος εκείνη τη μέρα και έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά. Γύρισα σπίτι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο και άρχισα να βγάζω τα περιττά έπιπλα στο μπαλκόνι. Δεν ήταν και πολλά. Ένα μικρό γραφείο και μια γδαρμένη πολυθρόνα. Μετακίνησα το σιδερένιο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Τράβηξα τα σεντόνια και το άφησα γυμνό, μόνο με το στρώμα. Ξάπλωσα στο πάτωμα και την περίμενα. Αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα από τον χτύπο της πόρτας που έκλεισε πίσω της. Τινάχτηκα απ’ το πάτωμα και πήγα στο σαλόνι να την υποδεχτώ. Μόλις με είδε άρχισε να μιλάει. Ψέμα πάνω στο ψέμα. Σε κάθε της κουβέντα μύριζα τη μπόχα της προδοσίας στην ανάσα της. Έσκυψα και τη φίλησα. Στη γλώσσα της ένιωσα ένα σάλιο άγνωστο. Η στιγμή που το νόμισμα ξαπλώνει στο έδαφος από τη μεριά που δεν διάλεξα, είχε φτάσει. Με το ένα μου χέρι την έπιασα απ’ το λαιμό και τη χάιδεψα. Με το άλλο της έπιασα το μέτωπο. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, την έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη στον τοίχο. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και μια φορά ακόμα. Οι δονήσεις των χτυπημάτων περνούσαν από το δέρμα της στο δικό μου. Το βάρος της έφυγε απ’ το σώμα της και έπεσε στα χέρια μου. Την κράτησα για λίγα δευτερόλεπτα πριν τη μεταφέρω στο κρεβάτι. Ήθελα να χαζέψω το αίμα της στον τοίχο.

Στο μικρό μπαλκονάκι πάνω από το τζάκι του υπνοδωματίου ήταν δυο φωτογραφίες μας. Τώρα συνειδητοποίησα πως ούτε σε μια κορνίζα δεν καταφέραμε να είμαστε πραγματικά μαζί. Το άναψα. Η φωτιά φούντωσε και η ζεστασιά απλώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο.

Ζούσε ακόμα όταν την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Της έβγαλα τα ρούχα και την άφησα γυμνή, γερμένη

4 min

Top Podcasts In Arts

ATHENS VOICE Podcast
ATHENS VOICE
Διηγήματα
christinabravou
Αρμυρίκια & Ταράτσες
Μανώλης
Stream and Cinema | Kathimerini
Kathimerini & Digital Minds
Lifo Mini – Series
LIFO PODCASTS
Who What Wear with Hillary Kerr
Who What Wear