Θέατρο με Αγγελή Γεωργία, ραδιοφωνικά θεατρικά έργα

Γεωργια Αγγελή
Θέατρο με Αγγελή Γεωργία, ραδιοφωνικά θεατρικά έργα

Ηχητικά θεατρικά έργα

  1. 🎭 Το Κάθισμα 47 του Λουί Βερνέιγ

    -5 H

    🎭 Το Κάθισμα 47 του Λουί Βερνέιγ

    Υπάρχουν έργα που δεν χρειάζονται βαρύγδουπα νοήματα ούτε θανάσιμα διλήμματα για να μας μαγέψουν. Αρκεί ένα θέατρο, ένας ερωτευμένος θεατής, μια σταρ που ζει για τα βλέμματα και μια σειρά από παρεξηγήσεις. Ένα τέτοιο έργο είναι και το «Κάθισμα 47» του Λουί Βερνέιγ (Louis Verneuil), ένα δείγμα γαλλικής κωμωδίας καταστάσεων, ευφυές, κομψό και... παρασκηνιακά απολαυστικό. 🎭 Υπόθεση: Ένας έρωτας στην πλατεία Η ιστορία ξετυλίγεται γύρω από τη ζωή μιας όμορφης ηθοποιού του θεάτρου, η οποία κάθε βράδυ βλέπει στο κοινό έναν μυστηριώδη άντρα να κάθεται στο ίδιο κάθισμα – το νούμερο 47 – και να τη χειροκροτεί με πάθος. Η επανάληψη γίνεται ρουτίνα και η ρουτίνα γίνεται... φαντασίωση. Ο άνδρας, που μοιάζει περισσότερο με ρομαντικό φάντασμα της πλατείας, δεν πλησιάζει, δεν μιλά, μόνο θαυμάζει. Η ηθοποιός, κολακευμένη και γοητευμένη από την αφοσίωσή του, φτάνει να ονειρεύεται μια περιπέτεια μαζί του. Όμως, μια παρεξήγηση φέρνει τα πάνω κάτω και πυροδοτεί μια σειρά από κωμικά επεισόδια και αποκαλύψεις, που βάζουν φωτιά τόσο στη σκηνή όσο και στα παρασκήνια. 👥 Χαρακτήρες: Το θέατρο του θεάτρου Η ηρωίδα, γυναίκα ώριμη, γοητευτική και βαθιά θεατρίνα, ζει ανάμεσα στη σκηνή και στην επιθυμία. Πιστεύει ότι μπορεί να ελέγχει το κοινό της, μέχρι που ένας θεατής την αποσυντονίζει. Είναι απολαυστική στη νευρικότητά της και συγκινητική στη μοναξιά της. Ο μυστηριώδης θεατής – ένας νεαρός άνδρας γεμάτος ρομαντισμό και φαντασίωση – είναι τελικά περισσότερο θεατής της ίδιας του της φαντασίας. Δεν είναι ο τολμηρός εραστής που περιμένει εκείνη, αλλά ένας ντροπαλός λάτρης της θεατρικής ψευδαίσθησης, που δεν ξέρει πώς να περάσει από το σκοτάδι της πλατείας στα φώτα της σκηνής. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες – η υπηρέτρια με τις πικάντικες παρατηρήσεις, ο μάνατζερ, οι φίλοι, τα μέλη του θιάσου – θυμίζουν μινιατούρες της γαλλικής μπουλβάρ σκηνής: όλοι έχουν κίνητρα, όλοι κρύβουν κάτι, και όλοι συντελούν ώστε η παρεξήγηση να φουσκώνει σαν σαμπάνια που ξεχειλίζει. 🕰 Ιστορικό πλαίσιο και τόνος Το έργο γράφτηκε το 1926, σε μια μεσοπολεμική Ευρώπη όπου το θέατρο boulevard ανθεί. Το κοινό θέλει να γελάσει, να ερωτευτεί, να ξεχάσει την αβεβαιότητα του παρόντος. Ο Λουί Βερνέιγ, εξαιρετικά παραγωγικός συγγραφέας με πάνω από πενήντα έργα, υπηρέτησε αυτό το είδος με κομψότητα, ρυθμό και ανάλαφρη ειρωνεία. Το «Κάθισμα 47» ξεφεύγει από το απλό μπουλβάρ χάρη στην ιδιαίτερη αυτοαναφορικότητά του: μιλά για το ίδιο το θέατρο, για τη ματαιοδοξία του ηθοποιού, για τη δύναμη του θεατή, για το πώς η σκηνή και η πλατεία αντικρίζονται κάθε βράδυ με έναν ιδιότυπο έρωτα που ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Στην Ελλάδα, το έργο παρουσιάστηκε ραδιοφωνικά το 1967 από την Ελληνική Ραδιοφωνία και ξαναμεταδόθηκε το 2023 στο Τρίτο Πρόγραμμα. Η ερμηνεία της Μαίρης Αρώνη στον ρόλο της ηθοποιού έδωσε βάθος, ειρωνεία και συγκίνηση σε μια φιγούρα που αλλιώς θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί ελαφριά ή επιφανειακή. Το γοητευτικό τραγικωμικό στοιχείο του προσώπου της Αρώνη – πάντα με ειρωνικό βλέμμα και μια σκιά λύπης – ανέδειξε το εσωτερικό κενό της φαντασιακής αυτής σχέσης. 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Ο θεατής φεύγει γελώντας αλλά και σκεπτόμενος: Πόσο συχνά ερωτευόμαστε εικόνες και φαντασιώσεις; Πόσο συχνά κοιτάμε κάποιον – έναν καλλιτέχνη, έναν φίλο, έναν άγνωστο – και του αποδίδουμε ιδιότητες που δεν έχει; Το έργο μιλά για την εξιδανίκευση, τη ματαίωση και την απομυθοποίηση – αλλά το κάνει με φινέτσα και χωρίς πικρία. Και, τελικά, το «Κάθισμα 47» δεν είναι μόνο το νούμερο στη σειρά θέσεων της πλατείας. Είναι η θέση που κρατάμε για κάποιον στη ζωή μας, ακόμη κι αν δεν τολμά να έρθει. Είναι το βλέμμα που περιμένουμε κάθε φορά που ανεβαίνουμε στη σκηνή – κυριολεκτικά ή μεταφορικά. ✍️ Ο συγγραφέας: Louis Verneuil (1893–1952) Ο Λουί Βερνέιγ υπήρξε κύριος του γαλλικού μπουλβάρ, συγγραφέας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος με διεθνή καριέρα. Με πάνω από 50 θεατρικά έργα και πολλές μεταφορές στον κινηματογράφο, ο Βερνέιγ...

    1 h 37 min
  2. 🎭 Πικραγαπημένη του Jacinto Benavente

    -1 J

    🎭 Πικραγαπημένη του Jacinto Benavente

    Μελαγχολικό σαν το φως του δειλινού σε ερημική ακροποταμιά, το θεατρικό έργο «Πικραγαπημένη» του Ισπανού νομπελίστα Jacinto Benavente (Χαθίντο Μπεναβέντε) είναι μια ερωτική τραγωδία χαμηλόφωνη, με λαϊκή ρίζα και ψυχολογική ακρίβεια. Ένα έργο-ψίθυρος, όπου ο έρωτας είναι δηλητήριο και η ηθική σύμβαση σπάει μέσα σε μια κοινωνία που σιωπά και καταδικάζει. Αν η Μπλανς του Τενεσί Ουίλιαμς γεννιόταν στην ισπανική ύπαιθρο, ίσως λεγόταν Αγάθη. Και αν η Κατερίνα Ισμάϊλοβα του Ρώσου Λεσκώφ είχε περάσει από την Ανδαλουσία, θα είχε τη μορφή της Ραϊμούντα. Η Πικραγαπημένη δεν είναι ένα έργο για τον έρωτα μελό· είναι ένα έργο για τον έρωτα που σαπίζει κάτω από το κοινωνικό καθωσπρεπισμό, για τη σιωπηλή κατάρρευση των γυναικών κάτω από το βάρος του πάθους και του καθήκοντος. 🧵 Υπόθεση: Αγάπη, αίμα και ντροπή Η Ραϊμούντα, πλούσια και αυστηρή γυναίκα της ισπανικής επαρχίας, έχει μια κόρη από τον πρώτο της γάμο, την Αγάθη. Όπως κάθε «καλή μάνα», επιλέγει για την κόρη της έναν αξιοπρεπή γαμπρό και κανονίζει τον αρραβώνα. Όμως, ο δεύτερος σύζυγός της, άντρας νεότερος και ισχυρογνώμων, ερωτεύεται σιωπηλά την Αγάθη και το χειρότερο: την κατακτά. Η Αγάθη, νέα, εσωστρεφής, μεγαλωμένη με τιμωρία και καθήκον, παρασύρεται σε μια παράφορη σχέση, που την αποστρέφεται όσο και την ποθεί. Δεν υπάρχει βιασμός· υπάρχει ηθικός εξαναγκασμός, η τρομερή εκείνη γκρίζα περιοχή όπου το «όχι» και το «ναι» μπλέκονται στη σιωπή και στο βλέμμα. Η Αγάθη γίνεται η «Πικραγαπημένη», η γυναίκα που αγαπά αυτόν που την καταστρέφει. Και γύρω της, το χωριό, η μάνα, ο αρραβωνιαστικός, σιωπούν – ή κοιτούν με βλέμμα που σκοτώνει. Το δράμα δεν κορυφώνεται με ένα φόνο ή μια απόπειρα απόδρασης. Το δράμα σαπίζει αργά μέσα στα κορμιά και στις ψυχές των προσώπων. 👤 Χαρακτήρες: Σιωπηλές φλόγες Η Αγάθη είναι από τις πιο λεπτοδουλεμένες ηρωίδες του θεάτρου του Benavente. Μοιραία χωρίς να το θέλει, ένοχη χωρίς να φταίει, παγιδεύεται ανάμεσα στη σκληρότητα της μάνας της και στη λαγνεία του πατριού της. Δεν έχει φωνή· μιλά με τα μάτια, με τις παύσεις. Ό,τι νιώθει, το σφίγγει στο στόμα σαν νερό δηλητηριασμένο. Η Ραϊμούντα, κλασική μορφή καταπιεστικής μάνας, δεν είναι απλώς αυταρχική. Είναι γυναίκα που έχει μάθει να επιβιώνει μέσα από τον έλεγχο. Έχει χάσει την τρυφερότητα – όχι από κακία, αλλά από επιβίωση μέσα στον ανδρικό κόσμο. Η προδοσία της κόρης είναι προδοσία της ίδιας της ηθικής της κατασκευής. Ο πατριός, χωρίς να έχει όνομα στα περισσότερα παραστασιακά κείμενα, είναι μια φιγούρα καταραμένη: ερωτεύεται κάτι που απαγορεύεται και δεν έχει τη δύναμη να το απορρίψει. Δεν είναι κατ’ ανάγκην «κακός»· είναι προϊόν μιας κοινωνίας που δεν οριοθετεί επιθυμίες, αλλά τις θάβει – μέχρι να ξεσπάσουν σαν λάβα. 🕰 Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο Ο Jacinto Benavente (1866–1954), Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1922, υπήρξε μεταρρυθμιστής της ισπανικής σκηνής, προσπαθώντας να δώσει κοινωνικό βάθος και ψυχολογικό ρεαλισμό σε μια εποχή που κυριαρχούσαν τα μελοδραματικά έργα ή οι επιφανειακές κωμωδίες. Η Πικραγαπημένη γράφτηκε σε μια εποχή που η Ισπανία ταλανιζόταν από πολιτική κρίση και κοινωνικό συντηρητισμό. Η θέση της γυναίκας ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις ηθικές αντιλήψεις του καθολικού πολιτισμού, και το έργο θίγει το «ανήθικο πάθος» ως κοινωνική πανούκλα – αλλά όχι με διδακτισμό, με συμπόνια και τραγικότητα. Στην Ελλάδα, το έργο έγινε γνωστό χάρη στην παράσταση του Δημήτρη Μυράτ το 1962, σε μετάφραση της Ιουλίας Ιατρίδου και με μουσική του Δημήτρη Τερζάκη. Το τραγούδι της παράστασης, ερμηνευμένο από τον Δημήτρη Χορν, έγινε ένα εμβληματικό θρηνητικό άσμα: «Κι αίμα να πιει δε θα μπορεί η Πικραγαπημένη». 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Η παράσταση δεν σε αφήνει με κάθαρση· σε αφήνει με κόμπο στον λαιμό. Δεν κρίνεις την Αγάθη – τη συμπονάς. Δεν μισείς τον πατριό – τον τρέμεις. Δεν κατηγορείς τη μάνα – τη βλέπεις και αναρωτιέσαι: πότε ακριβώς στέγνωσε η ψυχή της; Ο θεατής φεύγει...

    2 h
  3. 🎭 Οι Πετροχάρηδες του Παντελή Χορν

    -2 J

    🎭 Οι Πετροχάρηδες του Παντελή Χορν

    Με ιδιαίτερη συγκίνηση, ας σταθούμε μπροστά σε ένα σχεδόν ξεχασμένο, μα ουσιαστικό θεατρικό έργο της νεοελληνικής δραματουργίας: «Οι Πετροχάρηδες» του Παντελή Χορν, έργο με ιστορικό παλμό, κοινωνική ένταση και βαθιά ελληνικό ηθικό φορτίο. Ένα δράμα που μιλά για την τιμή, το χρέος, την κληρονομιά, κι όλα όσα βαραίνουν τον ώμο της επόμενης γενιάς, όταν η προηγούμενη δεν γνωρίζει να παραδώσει σκυτάλη, παρά μόνο... βάρος. Μερικά έργα μυρίζουν πέτρα, μπαρούτι και ιδρώτα. Είναι λιτά, αυστηρά και ριζωμένα σε τόπο και ιστορία. Οι «Πετροχάρηδες» ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Ένα πατριωτικό οικογενειακό δράμα με ψήγματα αρχαίας τραγωδίας, γραμμένο με τρόπο παλαιικό, αλλά με ηθική επιμονή που συγκλονίζει. Ο Παντελής Χορν το συνέθεσε το 1908, στα χρόνια των εθνικών προσμονών και της κρίσης ταυτότητας – και το παρουσίασε στο κοινό με ψευδώνυμο, σαν να φοβόταν ή σαν να ταπεινωνόταν μπροστά στη δύναμη του πρώτου του έργου. 🧵 Υπόθεση: Ένα όνομα να σώσουμε Η οικογένεια Πετροχάρη, απόγονοι κλεφτών και αγωνιστών του ’21, έχει χάσει την παλιά της αίγλη. Το μόνο που της απέμεινε είναι το όνομα και η τιμή της. Ο πατέρας, ο γέρο-Πετροχάρης, κρατιέται με νύχια και με δόντια από αυτά τα τελευταία απομεινάρια μεγαλείου και διδάσκει στον γιο του Μάνθο την αξία του αγώνα, του καθήκοντος, του ηρωισμού – λέξεις που όμως, στη σύγχρονη κοινωνία, ακούγονται σαν παλιά ρούχα που δε φοριούνται πια. Μέσα σ’ αυτή τη σκηνή μπαίνει η Λυγερή: νέα, όμορφη, δυναμική, φέρνει την είδηση πως η Μυρτούλα – κοπέλα με καλό όνομα – είναι έγκυος και αρνείται να αποκαλύψει τον πατέρα του παιδιού. Ο θείος της την έχει σακατέψει στο ξύλο και η Λυγερή ζητά τη βοήθεια των Πετροχάρηδων. Το ηθικό δίλημμα και η οικογενειακή πίεση ξετυλίγονται γοργά: ποιος ευθύνεται για τη ντροπή; Ποιος θα πάρει την ευθύνη; Ποιος θα σώσει την τιμή – και ποιανού; 👤 Χαρακτήρες: Μορφές που μυρίζουν αίμα και πέτρα Ο γέρο-Πετροχάρης είναι η προσωποποίηση της παλαιάς ανδρείας, της σκληρής αρσενικής τιμής, του παλιού κόσμου που δεν παραδέχεται αδυναμία. Το χρέος, γι’ αυτόν, είναι ιερό. Η δόξα του παρελθόντος πρέπει να μείνει αμόλυντη, ακόμη κι αν όλα γύρω καταρρέουν. Ο γιος, Μάνθος, είναι η γενιά που αμφιταλαντεύεται. Έχει πάρει το ήθος του πατέρα του, αλλά και τον σπόρο της αμφισβήτησης. Σπουδασμένος, με πιο ανοιχτό μυαλό, θα χρειαστεί να επιλέξει ανάμεσα στο τι του υπαγορεύει ο πατέρας του και στο τι του φωνάζει η καρδιά και η συνείδησή του. Η Λυγερή, καταλύτης του δράματος, φέρνει την πραγματικότητα μέσα σ’ ένα σπίτι γεμάτο ιδεώδη. Εκπροσωπεί τη γυναίκα που αγωνίζεται όχι για ελευθερία ιδεών, αλλά για ελευθερία σώματος – μια φιγούρα ασυνήθιστα δυναμική για το ελληνικό θέατρο της εποχής. Και τέλος η Μυρτούλα – μορφή σιωπηλή, ταπεινωμένη, θύμα και σύμβολο. Το σώμα της έγινε τόπος κοινωνικής βίας, και η σιωπή της, η πιο σπαρακτική καταγγελία. 🕰 Υπόβαθρο και εποχή Το έργο γράφεται το 1908, σε μια Ελλάδα που ψάχνει ακόμη να βρει τον εαυτό της, λίγο πριν το Κίνημα στο Γουδί, με τα εθνικά ιδεώδη σε κρίση και τη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό να αρχίζει δειλά. Οι μνήμες της Επανάστασης του 1821 είναι ακόμη νωπές στα ήθη, αλλά η νέα γενιά αρχίζει να ασφυκτιά κάτω από την αυστηρή ηθική των παλαιών. Ο Χορν, απόστρατος αξιωματικός του Ναυτικού και φιλικά προσκείμενος στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, γράφει με βαθύ αίσθημα καθήκοντος αλλά και με κριτική διάθεση, παγιδεύοντας τον ήρωά του στη σύγκρουση ανάμεσα στο καθήκον και την ανθρωπιά. Η πρεμιέρα του έργου στο Θέατρο Συντάγματος, τον Ιούλιο του 1908, με τον θίασο της Ροζαλίας Νίκα, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό – ίσως γιατί μίλησε στην καρδιά ενός κοινού που είχε κουραστεί από τις ανούσιες ερωτικές φαρσοκωμωδίες και ζητούσε θέατρο με ρίζα και ερώτημα. 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Ο θεατής φεύγει με ερωτήματα: ποια τιμή αξίζει να κρατήσεις; Πότε η τιμή γίνεται τύραννος; Και αν το αίμα σου είναι αγωνιστικό, τι γίνεται όταν το παιδί σου θέλει να πολεμήσει για κάτι άλλο; Δεν...

    46 min
  4. 🎭 Ο Λόφος με το Σιντριβάνι του Γιάννη Ρίτσου

    -3 J

    🎭 Ο Λόφος με το Σιντριβάνι του Γιάννη Ρίτσου

    Πάνω σ’ έναν λόφο, ένα σιντριβάνι, ένα δέντρο και μια γυναίκα. Αυτό είναι το τοπίο. Κι όμως, είναι όλος ο κόσμος: ο εσωτερικός, ο υπαρξιακός, ο πολιτικός. Το έργο του Ρίτσου δεν είναι μια απλή δραματική ιστορία· είναι μια εξομολόγηση του ονείρου που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Και ο θεατής, παρακολουθώντας, μετατρέπεται σε συνοδοιπόρο αυτού του πένθους. 🧵 Υπόθεση: Το τρένο που δεν φέρνει σωτηρία Η Μάρθα, πρώην αγωνίστρια της Αντίστασης, ζει μόνη με την παραμάνα της σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Νιώθει ξεχασμένη, περιθωριοποιημένη – όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από τον χρόνο, από τη ζωή, από τον ίδιο της τον εαυτό. Ονειρεύεται, κάθεται στο παγκάκι της πλατείας, περιμένει κάτι να συμβεί. Το τρένο που περνά καθημερινά γίνεται σύμβολο της αλλαγής – ένας μύθος φυγής και ανατροπής. Το «κάτι» που περιμένει, τελικά έρχεται με τη μορφή ενός άνδρα, του Βλάση. Ένας εφήμερος έρωτας – στιγμιαίος, σχεδόν άπιαστος – δίνει φλόγα στη Μάρθα. Η ίδια όμως δεν έχει πια χώρο στον κόσμο των ζωντανών επιθυμιών. Το τραγικό είναι πως όταν επιτέλους δοκιμάζει τη γεύση της ζωής, η ζωή έχει ήδη περάσει. Η αυτοκτονία της στο σιντριβάνι, ήσυχη, αόρατη, είναι η αποκορύφωση της σιωπηλής απόγνωσης που πνίγει το έργο από την πρώτη του φράση. Δεν υπάρχει δράμα, υπάρχει λιμνάζον νερό, όπως το σιντριβάνι της πόλης: όμορφο, αλλά στάσιμο. 👤 Χαρακτήρες: Το πρόσωπο που ζητά να σωθεί Η Μάρθα είναι μια γυναίκα 34 ετών που κουβαλά τον ήλιο του παρελθόντος, αλλά ζει στο σκοτάδι του παρόντος. Δεν είναι μόνο μια μοναχική φιγούρα· είναι το πρόσωπο της γενιάς της, της γενιάς που έδωσε τα πάντα για ένα ιδανικό και ξύπνησε αργότερα χωρίς εαυτό, χωρίς έρωτα, χωρίς ρόλο. Περιφέρεται με το ροζ φόρεμα και το μαύρο ομπρελίνο της σαν φάντασμα. Την αποκαλούν «λωλή» κι όμως είναι η πιο λογική μορφή του έργου. Αυτή που διεκδικεί κάτι από τη ζωή όχι με οργή, αλλά με τρυφερό πόθο. Δίπλα της, το Παιδί του Λόφου – ένα πρόσωπο ποιητικό, ασαφές, ίσως η φωνή του ποιητή, ίσως η ίδια η συνείδηση της Μάρθας. Ένας Πίτερ Παν ενήλικος, που βλέπει, προφητεύει, μονολογεί, παρατηρεί και ποτέ δεν αναμειγνύεται. Είναι ο ποιητικός θεός του τοπίου, ο μόνος που αντιλαμβάνεται πως το τέλος έρχεται – όχι με κραυγή, αλλά με ανάσα. 🕰 Υπόβαθρο και εποχή Το έργο γράφτηκε το 1959, σε μια Ελλάδα που ακόμα μετρούσε τα ερείπια του πολέμου και εμφυλίου. Γυναίκες σαν τη Μάρθα, που αγωνίστηκαν, δεν είχαν πια θέση σε μια κοινωνία επιστροφής στην κανονικότητα. Ο Ρίτσος, ποιητής βαθύτατα πολιτικός, αναγνωρίζει το υπαρξιακό τραύμα του επαναστάτη που ζει χωρίς σκοπό, χωρίς επαφή, χωρίς αγάπη. Η πρώτη του παρουσίαση έγινε στη Ρουμανία το 1977, με τον Γιάννη Βεάκη στη σκηνοθεσία. Στην Ελλάδα, το έργο άργησε να αναγνωριστεί θεατρικά, καθώς η μορφή του – ποιητική, λυρική, φευγαλέα – δεν υπάκουε στις νόρμες του κλασικού θεάτρου. 💭 Αίσθηση του θεατή: Το βλέμμα προς το σιντριβάνι Ο θεατής φεύγει με μια σιωπηλή μελαγχολία στην ψυχή του. Δεν είδε ένα θεατρικό γεγονός· παρακολούθησε έναν αργό θρήνο, σαν μια σκιά που γλιστρά σε παγκάκια, λόφους, πλατείες. Δεν ακούστηκε δυνατή μουσική, δεν υπήρξε ανατροπή – μόνο η πικρή επίγνωση ότι κάποιες ζωές χάνονται επειδή κανείς δεν τους έδωσε τη στιγμή που χρειαζόντουσαν. Ο φόνος στο έργο αυτό είναι κοινωνικός – δεν είναι κάποιος που σκοτώνει τη Μάρθα· είναι όλοι εκείνοι που την άφησαν μόνη, με το ροζ της φόρεμα, να περιμένει το τρένο. ✍️ Ο συγγραφέας: Γιάννης Ρίτσος Ο Γιάννης Ρίτσος (1909–1990) δεν υπήρξε απλώς ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της νεότερης Ελλάδας – υπήρξε η φωνή της ανθρωπότητας που δεν ξεχνά. Πολιτικός, λυρικός, αντιφατικός και γενναίος, έγραψε πάνω από εκατό συλλογές, μονολόγους, τραγωδίες, και επηρέασε βαθιά το πολιτισμικό DNA του ελληνικού λόγου. Στο θέατρο, δεν ήταν τεχνίτης σκηνής· ήταν ποιητής θεατρικών μορφών. «Ο Λόφος με το Σιντριβάνι» είναι το μοναδικό του πλήρες τρίπρακτο και παραμένει μαργαριτάρι για τους θιασώτες του λυρικού θεάτρου. 🌸 Επίλογος Η Μάρθα...

    1 h 58 min
  5. 🎭 Ο Δολοφόνος Σκότωνε τα Μεσάνυχτα του Τζων Ντίκσον Καρ

    -4 J

    🎭 Ο Δολοφόνος Σκότωνε τα Μεσάνυχτα του Τζων Ντίκσον Καρ

    Όταν το ρολόι χτυπά δώδεκα, κάτι αλλάζει. Οι λέξεις βαραίνουν, οι σκιές μεγαλώνουν και η πραγματικότητα λυγίζει μπροστά στο μυστήριο. Το θεατρικό αυτό έργο του Καρ μάς βάζει μέσα σε έναν κλειστό, σχεδόν ασφυκτικό μικρόκοσμο: ένα γαμήλιο πάρτι που εξελίσσεται σε αίθουσα ανακρίσεων, και μια κοινωνική τελετή που μεταμορφώνεται σε τελετή αίματος. 🕰 Υπόθεση: Τρεις φόνοι και ένα ρολόι Το έργο ξεκινά μέσα σε έναν εορταστικό, σχεδόν ευφορικό τόνο: ο γάμος ενός νέου άνδρα με μια γοητευτική γυναίκα. Λίγες ώρες αργότερα, ο γαμπρός βρίσκεται μαχαιρωμένος στον χώρο της δεξίωσης. Ώρα θανάτου: μεσάνυχτα ακριβώς. Το ρολόι λειτουργεί όχι μόνο ως μηχανισμός πλοκής, αλλά και ως ψυχολογικό τέχνασμα – κάθε νύχτα που πλησιάζουν τα μεσάνυχτα, ο θεατής νιώθει τον κλοιό να σφίγγει. Ο φόνος αυτός, όμως, είναι μόνο η αρχή. Ένα δεύτερο θύμα, μαχαιρωμένο και πάλι, όταν το ρολόι σημαίνει μεσάνυχτα, και στη συνέχεια ένα τρίτο πτώμα, κλιμακώνουν τη σύγχυση. Η αστυνομία βρίσκεται μπροστά σε ένα αίνιγμα από εκείνα που ο Τζων Ντίκσον Καρ ήξερε να χτίζει με μαεστρία: εγκλήματα σε κλειστούς χώρους, πολλοί ύποπτοι με ισχυρό κίνητρο, και ένας αόρατος δολοφόνος που εμφανίζεται μόνο την ώρα που όλα σιωπούν. 👥 Χαρακτήρες: Μάσκες και παραμορφωμένοι καθρέφτες Ο Καρ δεν πλάθει ψυχογραφήματα με λεπτομέρεια· δημιουργεί χαρακτήρες-ύποπτους, που σταδιακά γίνονται χαρακτήρες-θύματα ή θύτες. Ο καθένας έχει κάτι να κρύψει: μια παλιά ερωτική ιστορία, έναν οικονομικό εκβιασμό, μια ενοχή που δεν ειπώθηκε. Όλοι φαίνονται ένοχοι, και όλοι είναι, με τον τρόπο τους. Ξεχωρίζει η γυναίκα «χαλαρών ηθών», όχι ως φτηνή φιγούρα, αλλά ως η μοιραία δύναμη που ενεργοποιεί τα πάθη, τα ψέματα και την αποκάλυψη. Παίζει ρόλο-κλειδί, όχι μόνο γιατί γνωρίζει, αλλά γιατί δεν ξεχνά. Το μυστήριο συχνά δεν βρίσκεται στο "ποιος σκότωσε", αλλά στο "ποιος δεν τόλμησε να σκοτώσει όταν είχε λόγο". 🕰 Υπόβαθρο και εποχή Το έργο ανήκει στο είδος που οι Βρετανοί αποκαλούν “locked room mystery”, δηλαδή το αίνιγμα του κλειδωμένου δωματίου – υπόθεση όπου ο φόνος γίνεται υπό συνθήκες που δείχνουν αδύνατες, σχεδόν υπερφυσικές. Ο Τζων Ντίκσον Καρ υπήρξε μετρ του είδους, μαζί με τον Αγκάθα Κρίστι και τον Έλλερι Κουίν. Αν και Αμερικανός, έγραψε με ύφος βαθιά αγγλοσαξονικό, με έντονα γοτθική ατμόσφαιρα και υπαινιγμούς παραφυσικού, ακόμη και όταν το τέλος πάντα εξηγεί τα πάντα με λογική. Η θεματολογία του –πάθη, φόνοι, μεταμφιέσεις, διπλή ταυτότητα– είναι γέννημα μιας κοινωνίας που χάνει την εμπιστοσύνη στον ορθολογισμό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το θέατρο (και η αστυνομική λογοτεχνία) γίνονται χώροι εκφόρτισης υπαρξιακής ανησυχίας. 🔪 Η σκηνική ένταση: Θρίλερ ή ψυχογράφημα; Η σκηνική γραφή του έργου δανείζεται δομές κινηματογραφικές. Κάθε σκηνή τελειώνει με ένα ερώτημα. Κάθε στροφή της πλοκής πυκνώνει την ατμόσφαιρα. Οι σιωπές είναι πολύτιμες – γιατί μέσα τους μπορεί να υπάρχει το επόμενο θύμα. Η σκηνοθεσία οφείλει να παίξει με τους φωτισμούς, τα ηχητικά εφέ (οι χτύποι του ρολογιού!), τις απότομες αλλαγές ρυθμού. Δεν είναι δράμα· είναι παιχνίδι τρόμου και μυστηρίου, με έντονο σασπένς. Ο θεατής δεν αναρωτιέται μόνο «ποιος είναι ο δολοφόνος», αλλά κυρίως «πότε θα ξανασκοτώσει». 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Φεύγει με κομμένη την ανάσα. Στο τέλος, όλα εξηγούνται – και ο δολοφόνος αποκαλύπτεται, αλλά το συναίσθημα δεν είναι ανακούφιση. Είναι μια ψυχική κόπωση, σχεδόν σωματική, από την ένταση και τις διαρκείς υποψίες. Και αυτό είναι η νίκη του θεάτρου. Ο Καρ καταφέρνει κάτι μοναδικό: το κοινό δεν ταυτίζεται με κάποιον χαρακτήρα – ταυτίζεται με την αμφιβολία. Για μιάμιση ώρα, ο καθένας μέσα στην αίθουσα γίνεται ερευνητής, ύποπτος και θύμα ταυτόχρονα. ✍️ Ο συγγραφέας: Τζων Ντίκσον Καρ Ο John Dickson Carr (1906–1977) ήταν Αμερικανός συγγραφέας που έγραψε σχεδόν αποκλειστικά «αγγλικού τύπου» αστυνομικά μυθιστορήματα, κυρίως με τη φιγούρα του δαιμόνιου ερευνητή Dr. Gideon Fell. Ήταν ο μάστορας της ατμόσφαιρας, του απρόβλεπτου, του...

    59 min
  6. 🎭 Ο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου

    -5 J

    🎭 Ο Αρχοντοχωριάτης του Μολιέρου

    Εκεί που η σάτιρα συναντά το μπαλέτο, η ματαιοδοξία γίνεται χορογραφία και η κοινωνική τάξη δεν είναι τίποτα άλλο παρά θεατρική μεταμφίεση, ο «Αρχοντοχωριάτης» βρίσκει το ιδανικό του περιβάλλον: ένα σκηνικό γεμάτο παρεξηγήσεις, φαντασίες και επίπλαστα μεγαλεία. Ο ήρωας του Μολιέρου δεν είναι απλώς γελοίος· είναι τραγικά κωμικός, γιατί χάνει την αλήθεια του κυνηγώντας έναν τίτλο. 🧵 Υπόθεση: Η τιάρα του γελοίου Ο κύριος Ζουρντέν είναι ένας πλούσιος αστός, προϊόν μιας γενιάς που πλούτισε με εμπορική δραστηριότητα – κι όμως το μόνο που τον βασανίζει δεν είναι η απόλαυση της ζωής, αλλά η λαχτάρα να γίνει αριστοκράτης. Δεν θέλει απλώς να είναι πλούσιος· θέλει να φαντάζει «γεννημένος μεγάλος». Έτσι, περιτριγυρίζεται από «δασκάλους» – μουσικής, φιλοσοφίας, ξιφασκίας, χορού και πληρώνει τον έναν πιο γελοίο από τον άλλον για να τον μορφώσουν, ώστε να μιμείται τους αριστοκράτες, χωρίς να καταλαβαίνει πως όλοι τον εκμεταλλεύονται. Το πάθος του για τίτλους κορυφώνεται όταν προσπαθεί να παντρέψει την κόρη του Λουκίλη με έναν κόμη, αγνοώντας ότι αυτή αγαπά έναν αστό. Το σχέδιο ανατρέπεται μόνο όταν ο αγαπημένος της, με τη βοήθεια της υπηρέτριας και της μητέρας της, μεταμφιέζεται σε Τούρκο πρίγκιπα και παγιδεύει τον Ζουρντέν σε μια σκηνή απείρου κάλλους, όπου ο τελευταίος νομίζει πως γίνεται και επίσημα… ευγενής! 👤 Χαρακτήρες: Καρικατούρες με ουσία Ο Ζουρντέν είναι ο ίδιος ο νεοπλουτισμός με πόδια και στόμα. Δεν είναι κακός, ούτε ύπουλος – είναι θύμα της ματαιοδοξίας του, φιλόδοξος και ανόητος. Ο Μολιέρος δεν τον αντιμετωπίζει σκληρά· του δίνει χώρο να γελοιοποιηθεί μόνος του. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η τραγικότητα της κωμωδίας. Η κυρία Ζουρντέν, φωνή της λογικής και της παράδοσης, προσπαθεί να κρατήσει τον άντρα της στην πραγματικότητα, αλλά με στοργή, όχι μίσος. Είναι η γυναίκα που βλέπει καθαρά αλλά δεν έχει φωνή στην “υψηλή κοινωνία” – μια γλυκόπικρη φιγούρα. Ο Ντοράντης, αριστοκράτης ξεπεσμένος αλλά πανέξυπνος, παριστάνει τον φίλο του Ζουρντέν για να του αποσπά χρήματα. Η ειρωνεία είναι πως ο Ντοράντης ζει από τους πλούσιους αστούς που περιφρονεί. Η Λουκίλη, νέα και ερωτευμένη, ονειρεύεται έναν αληθινό γάμο, κι ο αγαπημένος της Κλεόντης είναι ο μόνος που έχει το θάρρος να χρησιμοποιήσει το ίδιο το ψέμα της κοινωνίας για να αποκαλύψει την αλήθεια – μια έξυπνη στροφή της πλοκής που φέρνει ανατροπή και κάθαρση. 🕰 Ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1670 στο κάστρο του Σαμπόρ, παρουσία του Λουδοβίκου ΙΔ΄, από τον ίδιο τον θίασο του Μολιέρου. Συνοδευόταν από μουσική του Ζαν-Μπατίστ Λυλί και ήταν οργανωμένο σαν κωμωδία-μπαλέτο, κάτι σαν ένα πρώιμο «μιούζικαλ» της εποχής. Η Γαλλία του 17ου αιώνα γνώριζε ραγδαία άνοδο της αστικής τάξης, η οποία όμως δεν είχε ακόμα κοινωνική νομιμοποίηση. Οι αστοί μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια και ρούχα, αλλά όχι τίτλους. Ο Μολιέρος, με τρομερή διαύγεια, χτυπά στο πιο ευαίσθητο σημείο της ανερχόμενης τάξης: τη γελοιοποίηση του εαυτού της για να γίνει αποδεκτή. Ο τίτλος Le Bourgeois Gentilhomme είναι ήδη ειρωνικός: ο αστός (bourgeois) δεν μπορεί να είναι gentilhomme (ευγενής), γιατί η αριστοκρατία στηρίζεται στο αίμα, όχι στο πορτοφόλι. 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Ο σημερινός θεατής αναγνωρίζει πρόσωπα. Ο Ζουρντέν δεν φοράει πια περούκα, αλλά Armani· δεν παίζει ξιφασκία, αλλά παριστάνει τον διανοούμενο. Ο φιλόδοξος που μιμείται την ανώτερη τάξη χωρίς να τη γνωρίζει ζει ακόμα – στις τηλεοράσεις, στα gala, στο Instagram. Η παράσταση είναι απολαυστική, γεμάτη ρυθμό, ευφυείς διαλόγους, ανατροπές, καρικατούρες που κρύβουν μέσα τους βαθιά ανθρώπινη αλήθεια. Ο θεατής γελάει, αλλά με ένα γέλιο που συχνά του παγώνει στα χείλη. ✍️ Ο συγγραφέας: Μολιέρος Ο Ζαν-Μπατίστ Ποκελέν, γνωστός ως Μολιέρος (1622–1673), υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της Ευρώπης. Άνθρωπος του θεάτρου ως τα κόκαλα, έγραφε, σκηνοθετούσε και πρωταγωνιστούσε στα έργα του, διαμορφώνοντας τη...

    1 h 38 min
  7. 🎭 Δόνα Ροζίτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

    -6 J

    🎭 Δόνα Ροζίτα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

    🎭 Δόνα Ροζίτα η Ανύπαντρη ή Η Γλώσσα των Λουλουδιών του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Κάποιες ηρωίδες δεν φωνάζουν. Μιλούν σιγανά, με το άρωμα των λουλουδιών, με την πίκρα των σιωπών, με τη ματαίωση που γίνεται ψίθυρος και τέλος ανάμνηση. Η Δόνα Ροζίτα δεν είναι άλλη μία «γεροντοκόρη» του παλιού κόσμου. Είναι η γυναίκα που περίμενε – κι ο χρόνος την πρόδωσε. Είναι το τριαντάφυλλο που μαράθηκε σ’ ένα βάζο προσμονής. 🌹 Υπόθεση: Ο έρωτας που ξεράθηκε με τον χρόνο Στην Ανδαλουσία του 19ου αιώνα, η νεαρή Ροζίτα ζει στον κήπο του θείου και της θείας της, σε μια επαρχιακή βίλα γεμάτη γιασεμιά, βιολέτες και φράσεις αρωματισμένες με δειλινά. Είναι ερωτευμένη με έναν νεαρό, ο οποίος φεύγει για την Αμερική με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει να την παντρευτεί. Περνούν τα χρόνια. Ο κόσμος αλλάζει, η Ροζίτα ωριμάζει, αλλά μένει πιστή στην ανάμνηση. Η επιστολή που περιμένει δε φτάνει. Ώσπου κάποια μέρα μαθαίνει την αλήθεια: ο αγαπημένος της παντρεύτηκε άλλη. Εκείνη, έχει μείνει ανύπαντρη – “η γεροντοκόρη”, μα όχι επειδή την αρνήθηκαν οι άντρες· επειδή εκείνη δεν αρνήθηκε τον έρωτά της, ούτε όταν της αρνήθηκε ο ίδιος ο έρωτας. Το έργο κλείνει όχι με οργή, αλλά με θρήνο σε χαμηλή φωνή, μέσα σε έναν αρωματικό κήπο όπου το τριαντάφυλλο αλλάζει χρώματα: από κόκκινο της ελπίδας, σε λευκό της απώλειας, σε μαύρο της θλίψης. 👤 Χαρακτήρες: Άνθρωποι-λουλούδια, μορφές-σκιές Η Δόνα Ροζίτα είναι ένας από τους πιο ποιητικά τραγικούς χαρακτήρες του Λόρκα. Είναι η γυναίκα της υπομονής, της εσωτερικής ζωής, της αξιοπρέπειας μέσα στην πίκρα. Δεν θυσιάζεται ούτε εξεγείρεται· στέκεται. Και αυτό ακριβώς την κάνει σπαρακτική. Ο θείος και η θεία της, πρόσωπα που γερνούν μπροστά στα μάτια μας, καθρεφτίζουν τη φθορά μιας ολόκληρης τάξης που βλέπει τον κόσμο της να χάνεται. Οι φίλες, οι συγγενείς, οι κοινωνικές μορφές λειτουργούν σαν φωνές του εξωτερικού κόσμου – ψίθυροι, κακίες, ρόλοι, καθωσπρεπισμοί. Κανείς δεν φωνάζει· όλοι σπρώχνουν τη Ροζίτα λίγο πιο βαθιά στην αναμονή, στον ξεχασμένο ρόλο της νύφης που δεν έγινε ποτέ. 🕰 Υπόβαθρο και εποχή Το έργο γράφεται το 1935, λίγο πριν τη δολοφονία του Λόρκα, και εντάσσεται στη λεγόμενη “τριλογία των γυναικών” μαζί με τη Ματωμένη Νύφη και το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. Η Ισπανία βράζει: συντηρητισμός, καθολική ηθική, ταξικές εντάσεις, πολιτική αναταραχή. Μα ο Λόρκα δεν γράφει για την πολιτική. Γράφει για τις ψυχές που στραγγαλίζονται από τους κανόνες, για τις γυναίκες που γεννήθηκαν για να ανθίσουν και φυλακίστηκαν στα βάζα του “τί θα πει ο κόσμος”. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη λίγο πριν τον Ισπανικό Εμφύλιο. Στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε με καθυστέρηση λόγω του συμβολικού, λυρικού του χαρακτήρα, και σήμερα παραμένει αγαπημένο έργο σχολών θεάτρου, λυρικών σκηνοθετών και φεστιβαλικών παραγωγών. 🌺 Η γλώσσα των λουλουδιών Η Ροζίτα και ο κόσμος της δεν μιλούν όπως εμείς. Η γλώσσα τους είναι λουλούδια. Κάθε συναίσθημα μεταφράζεται σε φύλλα, πέταλα, ευωδιές. Ο έρωτας είναι γαρίφαλο. Η αναμονή είναι μπουμπούκι που δεν άνοιξε. Ο χρόνος είναι χαμομήλι του βουνού. Η εγκατάλειψη είναι μαραμένο γιασεμί. Ο Λόρκα δεν γράφει σκηνές – γράφει κήπους. Και η Δόνα Ροζίτα, με τη γλώσσα των φυτών, λέει την πιο θλιμμένη ιστορία που μπορεί να ειπωθεί χωρίς κραυγές: πώς είναι να χάνεις τη ζωή σου περιμένοντας να αρχίσει. 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Δεν βλέπει τραγωδία – τη νιώθει. Δεν ακούει πόνο – τον ευωδιάζει. Ο θεατής φεύγει από την παράσταση με μια γλυκιά μελαγχολία καρφιτσωμένη στο στήθος του σαν γιασεμί. Η ιστορία της Ροζίτας είναι όλων όσοι περίμεναν κάποιον που δεν ήρθε. Είναι η γυναικεία πλευρά του κόσμου που δεν φωνάζει, που δεν γκρεμίζει το σπίτι, αλλά το αφήνει να καταρρεύσει μόνο του – και κάθεται μέσα του με αξιοπρέπεια. ✍️ Ο συγγραφέας: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (1898–1936) ήταν ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και μουσικός. Ανήκει στο πάνθεον της παγκόσμιας...

    1 h 17 min
  8. 🎭 Καβαλερία Ποπολάνα του Γρηγόρη Ξενόπουλου

    30 JUIN

    🎭 Καβαλερία Ποπολάνα του Γρηγόρη Ξενόπουλου

    Ένα θέατρο μπορεί να γεμίσει με δάκρυα, με γέλια, με σιωπές. Στην περίπτωση της Καβαλερίας Ποπολάνας, γεμίζει με τραγανή ειρωνεία και λαϊκή μπέσα, με κώδικες τιμής που έρχονται κατευθείαν από την παλιά, ρομαντική Ελλάδα – την Ελλάδα των καφενείων, των κομματικών καυγάδων και των ανδρών που χτυπούν το τραπέζι με τη γροθιά, αλλά φεύγουν με σκυμμένο κεφάλι. 🗡 Υπόθεση: Όταν η ιπποσύνη βράζει στο αίμα Το έργο μάς μεταφέρει στην προεκλογική ατμόσφαιρα ενός μικρού επαρχιακού τόπου, πιθανότατα στα τέλη του 19ου ή τις αρχές του 20ού αιώνα – τότε που οι κομματάρχες είχαν μεγαλύτερη εξουσία από τους υπουργούς, και τα εκλογικά καφενεία λειτουργούσαν ως γήπεδα τιμής και οπαδικής πίστης. Οι ήρωες είναι δύο παλικαράδες, πιστοί στους αντίπαλους κομματάρχες τους, που συναντιούνται σε ένα ραντεβού τιμής. Είναι λαϊκοί, θερμόαιμοι, με ψυχή ευθύβολη και στόμα ξυράφι. Ο ένας προσβάλλει τον άλλον και το αποτέλεσμα είναι ένα ντουέτο λεβεντιάς και ηλιθιότητας μαζί, με αποκορύφωμα τη μονομαχία. Το μαχαίρι σηκώνεται – αλλά η ανθρώπινη ευαισθησία κλέβει το τελευταίο πλάνο. Η έννοια του «καβαλιέρου» δεν αποδίδεται εδώ με ιταλική φινέτσα αλλά με ελληνική φλογερή αυθορμησία, χρωματισμένη από λαϊκές συνήθειες, τοπικισμό και μια αντρίκεια υπερηφάνεια που προκαλεί άλλοτε γέλιο, άλλοτε συγκίνηση. 👥 Χαρακτήρες: Μασκαράδες του πάθους και της μπέσας Ο Ξενόπουλος δεν πλάθει χαρακτήρες για ανάλυση· πλάθει καθρέφτες της εποχής του. Οι δύο παλικαράδες του έργου, χωρίς πολλά βάθη, χωρίς δραματικές εσωτερικές συγκρούσεις, είναι καρικατούρες που μιλούν αληθινά. Είναι τα παιδιά της γειτονιάς που έγιναν μπράβοι του συστήματος, όχι από συμφέρον, αλλά από πίστη – γιατί έτσι γαλουχήθηκαν. Ο ένας δεν διαφέρει πολύ απ’ τον άλλον, κι όμως πρέπει να αναμετρηθούν γιατί οι πολιτικές τους ταυτότητες το απαιτούν. Πίσω από τις κραυγές, τις κομματικές βρισιές και το θεατρινίστικο νταηλίκι, κρύβεται μια βαθιά πίκρα για την κοινωνική τους θέση, μια ανομολόγητη ανάγκη να ανήκουν κάπου, έστω και με αίμα. 🕰 Ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο Η Καβαλερία Ποπολάνα γράφεται σε μια εποχή πολιτικής αστάθειας, κομματικού φανατισμού και λαϊκής χειραγώγησης. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα, η έννοια του κομματικού πατριωτισμού ήταν ενσωματωμένη στον κοινωνικό ιστό: το να μην είσαι «του κόμματος» ήταν σχεδόν κοινωνικό ατόπημα. Οι παλικαράδες των καφενείων δεν ήταν απλοί θερμόαιμοι· ήταν πράκτορες των κομματικών μηχανισμών, που καθόριζαν την ψήφο με εκβιασμούς, ξύλο, και «τιμής ένεκεν» κρητικές μαγκιές. Το έργο του Ξενόπουλου δεν καταδικάζει, ούτε χλευάζει. Παρατηρεί με τρυφερή ειρωνεία αυτή τη ρομαντικά βλακώδη συμπεριφορά, αναδεικνύοντας την τραγικότητά της. 📜 Σκηνοθεσία και παραστάσεις Το μονόπρακτο αυτό δεν έχει αποκτήσει ιδιαίτερα μεγάλη θεατρική ιστορία. Δεν αποτέλεσε κομμάτι μεγάλων ρεπερτορίων, ούτε έγινε ευρέως γνωστό όπως άλλα έργα του Ξενόπουλου. Ωστόσο, ανέβηκε πολλές φορές ως μέρος εορταστικών ή σχολικών παραστάσεων, καθώς ο συμπαγής του λόγος και οι δύο μόνο χαρακτήρες το καθιστούν ιδανικό για μικρές σκηνικές παραγωγές. Σε πιο σύγχρονα ανεβάσματα, το έργο αξιοποιείται κυρίως ως πολιτικό σχόλιο με κωμική χροιά – με ερμηνείες που παίζουν πάνω στην υπερβολή και το κλισέ για να γελάσει το κοινό, μα και να νιώσει εκείνη την ξινή γεύση του “τίποτα δεν άλλαξε”. 💭 Τι αποκομίζει ο θεατής; Ο θεατής φεύγει με ένα πλατύ, μα πικρό χαμόγελο. Το γέλιο προκαλείται από την καρικατούρα – αλλά η θλίψη φωλιάζει πίσω από την αναγνώριση. Γιατί οι παλικαράδες της «Καβαλερίας» μπορεί να μη φορούν πια φουστανέλα, αλλά κυκλοφορούν ακόμη, με κουστούμι, με γραβάτα, με μικρόφωνο ή τιμολόγιο. Το έργο είναι επίκαιρο όχι γιατί προβλέπει το μέλλον, αλλά γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να καθρεφτίζει το παρόν. ✍️ Ο συγγραφέας: Γρηγόριος Ξενόπουλος Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος (1867–1951) υπήρξε ένας από τους πλέον πολυγραφότατους συγγραφείς της νεοελληνικής γραμματείας. Δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, εκδότης και...

    27 min

À propos

Ηχητικά θεατρικά έργα

Vous aimeriez peut‑être aussi

Pour écouter des épisodes au contenu explicite, connectez‑vous.

Recevez les dernières actualités sur cette émission

Connectez‑vous ou inscrivez‑vous pour suivre des émissions, enregistrer des épisodes et recevoir les dernières actualités.

Choisissez un pays ou une région

Afrique, Moyen‑Orient et Inde

Asie‑Pacifique

Europe

Amérique latine et Caraïbes

États‑Unis et Canada